- παρολισθάνω
- και παρολισθαίνω Α1. ολισθαίνω, γλιστρώ στα πλάγια2. διολισθαίνω κάπου, μπαίνω κάπου κρυφά ή τυχαία, εισδύω κρυφά, τρυπώνω3. σφάλλω, κάνω σφάλμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ὀλισθαίνω / -άνω «γλυστρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.